Μετά από σχεδόν ένα και πλέον μήνα που έχει εκδοθεί η γνωστή πλέον Απόφαση στην Εκλογική Αίτηση 1/2019 για την εκλογική έδρα στη Λεμεσό, μπορεί να γίνει, κατά την άποψη μου, μια νηφάλια προσέγγιση της Απόφασης ώστε να αναδειχθεί, το εσφαλμένο της Απόφασης. Θα προχωρήσω πρώτα σε μια αναδρομή στο ιστορικό της Απόφασης.
Στις βουλευτικές εκλογές στις 22.05.2016 και στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού, η κ. Ελένη Θεοχάρους, Πρόεδρος του Κινήματος «Αλληλεγγύη» επιλέχθηκε από τους ψηφοφόρους της ως η πρώτη σε σταυρούς προτίμησης του Κινήματος της. Εντούτοις η ίδια, όντας ταυτόχρονο και εκλεγμένη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προτίμησε να διατηρήσει την έδρα της με αποτέλεσμα την έδρα να λάβει ο επιλαχών. Ακολούθως ο Έφορος Εκλογών, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ανακήρυξε τον κ. Γεώργιο Παπαδόπουλο στις 03.06.2017 ως βουλευτή αφού ήταν ο αμέσως επόμενος υποψήφιος με τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης του Κινήματος «Αλληλεγγύη».
Με την εκλογική αίτηση Αρ.2/2016 ο κ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, υποψήφιος βουλευτής στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2016 εκπροσωπώντας το κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού και ο κ. Δήμος Δαμιανού, ζήτησαν ακύρωση της εκλογής του κ. Παπαδόπουλου, λόγω του ότι η μη αποδοχή της κοινοβουλευτικής έδρας, συνέβη πριν την έναρξη της βουλευτικής περιόδου κάτι το οποίο δεν καλύπτει ο νόμος, με αποτέλεσμα σε ομόφωνη απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 31.05.2017 να ακυρώσει την εκλογή του κ. Παπαδόπουλου.
Η Βουλή αντιλαμβανόμενη το κενό στη σχετική νομοθεσία, ως αυτή είχε αναδειχθεί από την Απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, τροποποίησε στις 30.06.2017 τον Νόμο αρ.72/1979 προσθέτοντας νέο εδάφιο στο άρθρο 35, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί ο κ. Παπαδόπουλος ως βουλευτής για δεύτερη φορά. Θεωρώντας ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν τον ικανοποιούσε ο κ. Ανδρέας Μιχαηλίδης με εκλογική αίτηση αρ.1/2017 αποτάθηκαν εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας να ακυρωθεί η εκλογή του κ. Παπαδόπουλου εκ νέου και την ανακήρυξη του τροποποιητικού νόμου ως αντισυνταγματικό. Η Αίτηση αυτή ήταν εκ νέου θετική, αφού το η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέδωσε την Απόφαση της στις 30.04.2018, συμφωνώντας εκ νέου με τη θέση των Αιτητών.
Η Βουλή, λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη την τελευταία αναφερόμενη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, προχώρησε στην ψήφιση νόμου με τίτλο «Ο Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) νόμος του 2018» διαγράφοντάς το άρθρο 35 του βασικού νόμου αντικαθιστώντας το με νέο άρθρο. Το Ανώτατο έκρινε με Γνωμάτευση αρ. 4/18 ότι ο υπό αναφορά νόμος ήταν αντισυνταγματικός, καθώς παραβίαζε αριθμό άρθρων του Συντάγματος, την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας αλλά και την διάκριση των εξουσιών. Στη βάση αυτή, ακολούθησε η 12η τροποποίηση του Συντάγματος με το νόμο αρ.128(Ι)/2019, τροποποιώντα τα άρθρα 66 & 71 στις 15.10.2019, δημοσιεύοντας μαζί και τον «περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός ) Νόμος αρ.131(Ι)/2019» με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 35 του βασικού νόμου. Συνεπώς ακολούθησε η ανακήρυξη του κ. Παπαδόπουλου ως βουλευτή στις 29.10.2019 για τρίτη φορά.
Οι προαναφερόμενοι Αιτητές, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ανδρέας Μιχαηλίδης έσπευσαν σε τρίτη εκλογική αίτηση στην οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί το δεδικασμένο και η αντισυνταγματικότητά του νόμου αρ.131(Ι)/2019, και η παραβίαση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο με μια προβληματική, κατά την άποψη μου, Απόφαση της πλειοψηφίας στις 29/10/2020 αποφάσισε ότι η εκλογή του κ. Παπαδόπουλου είναι εκ νέου και για πολλοστή φορά άκυρη και ότι η 12η Τροποποίηση του Συντάγματος του 2019 και ο «Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ.131(Ι)/2019» είναι αντισυνταγματικοί.
Η Απόφαση αυτή περιστρέφεται γύρω από πέντε παραμέτρους, ήτοι (1) στο δεδικασμένο, (2) τη διάκριση εξουσιών, (3) στην αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, (4) στην αναδρομικότητα του νόμου και στην (5) αντισυνταγματικότητα. Εκ προοιμίου αναφέρω ότι συμμερίζομαι την Απόφαση της μειοψηφίας, την οποία και θα παραθέσω πιο κάτω.
Όσο αφορά το «δεδικασμένο» η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου στην προαναφερόμενη τελευταία απόφαση του ημερομηνίας 29.10.2020 ανάφερε ότι για να μη δημιουργηθεί παραβίαση του δεδικασμένου, το πεδίο εφαρμογής της γενόμενης τροποποίησης πρέπει να είναι συμβατό με το ratio decidendi των προηγούμενων αποφάσεων του. Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι εξίσου προβληματική με την όλη δομή της Απόφασης, Οι τρείς δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω, αφορούσαν και έλυναν επίδικα θέματα που εγέρθηκαν σ’ αυτές μ’ ένα διαφορετικό νομικό καθεστώς και αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό διαφορετικά επίδικα θέματα. Χαρακτηριστικό κατά την άποψη μου είναι αυτό που αναφέρεται στην Απόφαση της μειοψηφίας, όπου αναφέρεται ότιι «Στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ.2/2016 και 1/2017 το επίδικο θέμα των Εκλογικών Αιτήσεων ήταν η εγκυρότητα των αποφάσεων του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής ημερ. 03.06.2016 και 5.07.2017 αντίστοιχα βάση των οποίον ο κ. Γιώργος Παπαδόπουλος ανακηρύχθηκε βουλευτής…. Η Αναφορά 4/2018 αφορούσε τον «Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικό ) Νόμο του 2018» που τροποποιούσε το Άρθρο 35 του βασικού Νόμου Ν.72/1979. Η παρούσα αίτηση αφορά την νέα απόφαση του Εφόρου Εκλογής ημερ.29.10.2019 βάσει της οποίας ανακήρυξε τον Καθ’ ου η Αίτηση αρ.3 βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού δυνάμει εντελώς νέου νομικού πλαισίου». Στο σημείο αυτό δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω και με τα όσα αναφέρει και ο κ. Αιμιλιανίδης στο άρθρο του ημερ.29/10/2020 στην ιστοσελίδα Δικαιοσύνη, ότι δηλαδή δεν θα μπορούσε να γίνεται αναφορά στο δεδικασμένο λόγω του ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε διαπίστωση νομοθετικού κενού και η νεότερη απόφαση στηριζόταν στην πλήρωση του κενού θέμα.
Ιδιαίτερα όσο αφορά την γνωστή αρχή της διάκρισης των εξουσιών, θα πρέπει δε να σημειωθεί το προβληματικό της Απόφασης, αφού η ψήφιση Εκλογικού Νόμου αλλά και η τροποποίηση αυτού αποτελούν αντικείμενο των εξουσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως αναφέρεται και προβλέπεται στο αρ. 31 & 78.2 του Συντάγματος και η ανυπαρξία δεδικασμένου όπως αναλύσαμε ανωτέρω αποκλείει την εισήγηση περί παραβίασης της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών. Επιπρόσθετα ο ισχυρισμός της πλειοψηφίας της παρούσας υπόθεσης στην απόφαση ημερ. 29/10/2020 ότι η εκλογή του κ. Παπαδόπουλου έγινε στη βάση συγκεκριμένης νομοθεσίας και όχι διά ελεύθερης γενικής ή αναπληρωματικής εκλογής από το λαό δεν βρίσκει έρεισμα σε καμία από τις αιτιολογίες που προβάλλονται γιατί έχει ήδη εκφραστεί η βούληση του λαού στις εκλογές του Μαΐου του 2016, όταν τότε κατανεμήθηκε η συγκεκριμένη έδρα. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο επιθυμούσε να προχωρήσει σε μια τέτοια αιτιολόγηση, τότε θα ανέμενε κανείς η αιτιολογία του να είναι εμπεριστατωμένη, μακροσκελής και πολύ καλά θεμελιωμένη και όχι περιγραφική.
Ιδιαίτερα προβληματικό είναι και το σημείο για την αναδρομικότητα. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν θεωρείται με κανένα τρόπο ότι υπάρχει αναδρομικότητα απλώς επειδή η εφαρμογή μιας πράξης εξαρτάται από προηγούμενα γεγονότα. Αναδρομικότητα υπάρχει μόνο όταν επηρεάζονται δικαιώματα τα οποία έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με το νόμο πριν από την θέση σε ισχύ της νέας νομοθεσίας.Στην παρούσα υπόθεση κανένα δικαίωμα δεν είχε παραχωρηθεί στους προσφεύγοντες, εφόσον δεν υπήρχε πρόνοια στον Εκλογικό νόμο κατά το χρόνο των αποφάσεων στις εκλογικές αιτήσεις 2/2016,1/2017 που θα προσέδιδε σ’ αυτούς δικαίωμα. Επίσης ο τροποποιηθείς νόμος προβλέπει με σαφήνεια ότι έδρα που δεν πληρούνται λόγω μη κατάληψης της, αποδίδεται στον πρώτο επιλαχόντα του ίδιου κόμματος και αυτό ισχύει για έδρες που ήταν κενές την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια μετά την τροποποίηση του Συντάγματος.
Σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του τροποποιητικού νόμου Ν.131(Ι)/2019 το Σύνταγμα προβλέπει ότι τα άρθρα ή μέρη Άρθρων του Συντάγματος που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ αποτελούν θεμελιώδεις άρθρα και δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν με μεταβολή, προσθήκη ή κατάργηση. Με αυτό τον τρόπο οριοθετείται ουσιαστικά η εξουσία της Βουλής και την αρμοδιότητας της. Σεβόμενοι το Παράρτημα ΙΙΙ αλλά και τη διατήρηση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, η Βουλή τροποποίησε τα άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο Παράρτημα ΙΙΙ και κινήθηκε εντός των ορίων της αρμοδιότητας της. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονείται ότι η αρμοδιότητα της Βουλής ως αναθεωρητική αρχή, εξυπηρετεί την ομαλή προσαρμογή του Συντάγματος στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές και άλλες συνθήκες, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια του Δικαίου ( βλ. Νικολάου κ.α v.Νικολάου κ.α (Αρ.2)(1992)1 Α.Α.Δ 1338).
Λόγω των Τροποποιήσεων του αρ.66 και 71 του Συντάγματος ακολούθησε η τροποποίηση του νόμου αρ.72/1979 αρ.35 του βασικού νόμου. Όπως αναφέρει και η μειοψηφία ο τροποποιητικός νόμος Ν.131(Ι)/2019 έχει έρεισμα στις Συνταγματικές τροποποιήσεις των Άρθρων 66 και 71 του Συντάγματος . Στην ουσία είναι αναπαραγωγή τους και/ή μέρους τους. Συνεπώς, για να τεθεί θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.131(Ι)/2019 θα πρέπει να τεθεί και θέμα αντισυνταγματικότητας των Συνταγματικών Διατάξεων των Άρθρων 66 και 71 κάτι το οποίο οι Αιτητές στην εκλογική αίτηση 1/2019 δεν εισηγήθηκαν. Ως ίσχυε και ήταν γνωστό μέχρι σήμερα στη Κύπρο, η αντισυνταγματικότητα των νόμων είναι μόνο νοητή επί νόμων ή υποδεέστερων πηγών του δικαίου, και όχι επί συνταγματικών διατάξεων. Λόγω ακριβώς της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων του Συντάγματος δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος αυτού που να είναι άκυρη ή ανίσχυρη και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεως της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα ανέλυε περισσότερο τη θέση του, επεξηγώντας το σκεπτικό του και τον λόγο που «ανακάλυψε» το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας. Εδώ ακριβώς θα ήθελα να αναφερθώ και στη θεωρία του «Basic Structure Doctrine», την οποία άντλησαν από την Ινδία. Είναι άξιο απορίας πως είναι δυνατό μια συνταγματική τροποποίηση που αφορά τα Άρθρα 66 και 71 να προκαλεί ζημιά, ευνουχίζουν, καταστρέφουν, καταργούν, διαφοροποιούν ή αλλάζουν τη βασική δομή ή πλαίσια του Συντάγματος και ως νομικός δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα, πως βλάπτει αυτή η τροποποίηση τη συνταγματική δομή του Συντάγματος ή σε τι συνίσταται αυτή η βασική δομή του Κυπριακού Συντάγματος. Στη τελική αυτό που είχε επιτευχθεί από την Βουλή των Αντιπροσώπων ήταν η βελτίωση του εκλογικού πλαισίου, τη λύση στην πλήρωση της 56ης έδρας και την αποτροπή επαναληπτικής αντιμετώπισης παρόμοιου διλήμματος.
Εν κατακλείδι, η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, ακολούθησαν με σεβασμό τις αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Ανώτατου Δικαστηρίου και ρύθμισαν ένα εξόχως προβληματικό ζήτημα με τροποποίηση του Συντάγματος ούτως ώστε να ακολουθήσει τροποποίηση του εκλογικού νόμου, καλύπτοντας έτσι το κενό που είχε διαπιστωθεί από το Δικαστικό Σώμα. Το διαπιστωθέν κενό μεταξύ εκλογής και ανακήρυξης βουλευτή, λύθηκε με τη συνταγματική τροποποίηση γι’ αυτό και κατά την κρίση μας και πάντοτε με πλήρη σεβασμό, πιστεύω ότι η απόφαση η οποία πάρθηκε από την πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου με ημερ. 29/10/2020 στην εκλογική αίτηση αρ.1/2019 είναι προς την λάθος κατεύθυνση, δημιουργώντας μια ανασφάλεια δικαίου, επέμβαση στο έργο της Βουλή των Αντιπροσώπων και σε κάποιο βαθμό παραβίαση της λαϊκής κυριαρχίας που η Απόφαση επιθυμεί να προστατεύσει αφού ο λαός τον Μάιο του 2016 είχε επιλέξει το Κίνημα «Αλληλεγγύη» για να τον εκπροσωπήσει. Κατά συνέπεια δεν είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων που διόρισε βουλευτή αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο που επενέβη ανεπίτρεπτα στην νομοθετική εξουσία.
της Μαρίλιας Αντωνίου και Μαρίνας Σιαμμούτη
μέλη της επιτροπής Νομικών του ΙΝΕ